-πλασία

-πλασία
Ν
β' συνθετικό όρων τής ιατρικής που δηλώνουν τον τρόπο διαμόρφωσης ενός οργανισμού ή οργάνου (λ.χ. α-πλασία, δυσ-πλασία).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αρτοκλασία — και πλασία, η (Μ ἀρτοκλασία) η τελετή της ευλογίας και διανομής των πέντε άρτων νεοελλ. 1. το πλάσιμο των πέντε άρτων που προορίζονται για την αρτοκλασία 2. οι πέντε άρτοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρτοκλασία < άρτος + κλασία < κλάσις < κλω ( άω)… …   Dictionary of Greek

  • πολυπλασία — ἡ, Μ σύνθετη υφή, πολυπλοκότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πλασία (< πλάσσω), πρβλ. δυσ πλασία] …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αλλοπλασία — η η αλλοπλαστική*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < αλλο * + πλασία*] …   Dictionary of Greek

  • αναγγειοπλασία — η Ιατρ. ανεπαρκής αγγείωση μιας περιοχής τού σώματος λόγω απλασίας τών αγγείων κατά την περίοδο τής οργανογενέσεως στο έμβρυο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ananagioplasia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < στερ. αν * + αγγείο (ν) + πλασία*] …   Dictionary of Greek

  • κανθοπλασία — ή κανθοπλαστική, η ιατρ. εγχείρηση κατά την οποία επεκτείνεται προς τα έξω η βλεφαρική σχισμή με τομή κατά τον έξω κανθό*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. canthoplastie < cantho (πρβλ. κανθός) + plastie (πρβλ. πλαστία < πλάστης <… …   Dictionary of Greek

  • καταπλασία — η ιατρ. υποστροφή τών κυττάρων από την οργανοτυπική στην κυτταροτυπική αύξηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cataplasia < cata (πρβλ. κατα ) + plasia (πρβλ. πλασία < πλάσις)] …   Dictionary of Greek

  • νεοπλασία — η ιατρ. σχηματισμός νέου, φυσιολογικού ή μη φυσιολογικού, ιστού σε ζωντανό οργανισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. neoplasie (< νε(ο) * + πλασία < πλάθω). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα] …   Dictionary of Greek

  • ομοιοπλασία — η η ομοιοπλαστική. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. homeoplasia < ομοι(ο) * + πλασία (< πλάσις < πλάσσω)] …   Dictionary of Greek

  • πολυκυτταροπλασία — η, Ν βιολ. διαίρεση τού κυτταροπλάσματος, που ακολουθεί παράλληλα τις πυρηνικές διαιρέσεις σε ένα πολυπύρινο κύτταρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυκύτταρο, απόδοση τού ελληνογενούς ξεν. όρου polycyte + πλασία*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”